- πήξη
- η / πήξις, -εως,και ιων. -ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι]1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας τού ψύχουςνεοελλ.1. (βιολ.-βιοχ.) κροκίδωση, θρόμβωση2. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) το φαινόμενο τής μετάβασης ενός σώματος από ρευστή φάση στη στερεά3. φρ. «σημείο πήξης»φυσ.-χημ. η θερμοκρασία στην οποία συντελείται η στερεοποίηση ενός υγρούμσν.η ψύξη, το πάγωμα τών πραγμάτων που βρίσκονται στο ύπαιθρο εξαιτίας τού χειμώνα («δριμὺς ὁ χειμών... ἀλγεινὴ ἡ πήξις», Μηναί.)αρχ.1. (για φυτά) σχηματισμός και έκκριση κολλώδους ουσίας, κόμμεως, γόμμας2. φρ. «πῆξιν λαμβάνω» — αποκτώ στερεότητα, γίνομαι σταθερός, ακλόνητος (Χρύσ. Στωικ.).
Dictionary of Greek. 2013.